-
1 κυλιω
1) кататьmed.-pass. — катиться (πεσὼν ἐπὴ τῆς γῆς ἐκυλίετο NT.)2) скатывать в шарики(οἱ κάνθαροι κυλίουσι κόπρον Arst.)
3) med.-pass. кружиться, вертеться(τροχὸς κυλίεται Arst.)
; перен. бродить(περὴ την ἀγοράν Arst.)
1 κυλιω
(οἱ κάνθαροι κυλίουσι κόπρον Arst.)
(τροχὸς κυλίεται Arst.)
; перен. бродить(περὴ την ἀγοράν Arst.)